γυψοποιία

γυψοποιία
η
1.η κατασκευή του γύψου.
2. η βιομηχανία της παραγωγής γύψου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γυψοποιία — η 1. κατασκευή γύψου 2. βιομηχανία παρασκευής γύψου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”